Αλλαγή κουλτούρας για την ψυχιατρική επανένταξη

ΣΥΝΙΣΤΑ Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΝΔΥΛΗΣ ΣΤΗΝ «Ε.τ.Δ.»

Aφιέρωμα εφ. "Ελευθερία" για το Κέντρο Ημέρας


* Κύριε έχετε αυτοκίνητο;
- Ναι έχω.
* Αν ακούγεται ένας θόρυβος τι κάνετε;
- Ψάχνω και μπορεί να είναι καμία βίδα. Τη σφίγγω τότε.
* Κι αν ξαναχαλάσει;
- Τη σφίγγω ξανά.
* Κι αν χαλάει συνέχεια.
- Μετά πάω στον μάστορα. Την αντικαθιστώ.
* Αυτό είναι το πρόβλημα κύριε όμως με το μυαλό. Αν χαλάσει μια βίδα από εκεί δεν αλλάζει…

Ο ζωγράφος Αποστόλης Μακρής σταματάει ό,τι κάνει και συνειδητοποιεί πως ένας άνθρωπος που πάσχει από ψυχική νόσο μόλις του περιέγραψε πώς νιώθει. Τόσο απλά. Τόσο δυνατά. Ένα πρωινό στη Θεσσαλική Εταιρεία Ψυχικής Υγείας, Περίθαλψης – Αποκατάστασης (ΘΕΨΥΠΑ) σίγουρα διαφέρει απ’ όλα τα υπόλοιπα. Αποτελεί έναν επιστημονικό οργανισμό μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το 1991, με έδρα τη Λάρισα και από τότε μέχρι σήμερα πολλά άτομα έχουν περάσει από τις δομές της.

Αποφασίζουμε να κάνουμε μια συζήτηση γύρω από το θέμα της περίθαλψης των ατόμων με ψυχικές νόσους, με τον ιδρυτή και πρόεδρο της Εταιρείας τον καθηγητή Ψυχιατρικής, κ. Δημήτρη Κανδύλη όπου με το «καλημέρα» μας λέει: «Ο άρρωστος που μένει στο άσυλο στοιχίζει πολύ περισσότερο σε σχέση με όταν μένει σ’ αυτές τις δομές. Εδώ πετυχαίνει εκτός των άλλων να μην υπάρχουν οι υποτροπές της νόσου. Αυτό για να γίνει όμως» τονίζει ο κ. Κανδύλης «χρειάζεται οι εργαζόμενοι να έχουν κουλτούρα της ψυχιατρικής επανένταξης. Χρειάζεται κουλτούρα ψυχιατρικής μεταρρύθμισης από τους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας. Ο γονέας φροντίζει το παιδί του με συναίσθημα. Ο επαγγελματίας με βάση όσα διδάχτηκε». Πώς όμως μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο; «Θα έπρεπε να υπάρχει διαρκής εκπαίδευση. Χρειάζεται η πλευρά του κράτους αλλά και η δεκτικότητα των υπαλλήλων. Αυτήν θα πρέπει να είναι διαρκής και καθημερινή».

Αυτή τη στιγμή η ΘΕΨΥΠΑ έχει σαν στόχο μεταξύ άλλων να φροντίζει άτομα με ψυχική διαταραχή ή νοητική υστέρηση, να δημιουργεί και να λειτουργεί δομές προστατευόμενης στέγασης, να συμβουλεύει και πιο γενικά την κοινωνική αποκατάσταση, την αποασυλοποίηση και την επανένταξη.

Ποιοι όμως ο απώτερος στόχος. Σύμφωνα με τους ειδικούς είναι η συρρίκνωση και η σταδιακή κατάργηση του ασύλου ως φορέα αναχρονιστικού και ακατάλληλου για την φροντίδα των ψυχικά πασχόντων. «Η κοινωνική επανένταξη, για να ζήσουν μέσα στην κοινότητα ως ενεργοί πολίτες, μέλη του κοινωνικού «γίγνεσθαι» απαλλαγμένοι από την απομόνωση και το κοινωνικό στίγμα που συνοδεύει την ψυχική ασθένεια. Η διασφάλιση και η βελτίωση της ποιότητας ζωής, για να διαβιούν σε κατάλληλο περιβάλλον, όπου θα μπορέσουν να εξελιχθούν με τον δικό τους ρυθμό, απολαμβάνοντας τη χαρά της δημιουργίας, της επικοινωνίας και της ψυχαγωγίας».

Τι γίνεται όμως σε περιόδους οικονομικής ύφεσης; Όπως αυτήν που περνάμε τώρα. Και ποια πλέον είναι η θέση του ασθενή στην ελληνική οικογένεια; Είναι δύο από τα ερωτήματα που θέτουμε προς τον κ. Κανδύλη για να τονίσει ότι: «Η ψυχική αρρώστια συνήθως είναι μακροχρόνια. Έχει υφέσεις και εξάρσεις. Αυτό σημαίνει πως χρειάζεται μια διαρκή υποστήριξη. Το υποστηρικτικό σύστημα αυτό θα πρέπει να το δώσει το κοινωνικό κράτος. Όταν δεν μπορεί να του τη δώσει τότε η φροντίδα του αρρώστου χωλαίνει».

Φτάνει όμως μόνο το κοινωνικό κράτος; η επόμενη ερώτηση. «Χρειάζεται να υποστηρίζεται και η οικογένεια. Να εκπαιδεύεται. Υπάρχουν προγράμματα. Αυτά τα προγράμματα απλά δεν είναι συντεταγμένα. Είναι επόμενο με την κρίση να δίνονται όλο και λιγότερο χρήματα για την υποστήριξη. Σε μια ιδανική κατάσταση θα έπρεπε και οι γονείς να εκπαιδεύονται. Πιο σημαντική όμως είναι η κουλτούρα των επαγγελματιών η οποία και λείπει».

Αν μη τι άλλο το πιο σκληρό κομμάτι είναι για την οικογένεια να αποδεχθεί πως ένα μέλος της πάσχει. Αναρωτιόμαστε αν είναι έτοιμη πλέον η ελληνική οικογένεια για κάτι τέτοιο.

«Περισσότερο από κάθε άλλη φορά αλλά λιγότερο απ’ όσο θα έπρεπε» λέει ο κ. Κανδύλης. «Η ψυχική αρρώστια εξακολουθεί να είναι στίγμα για τις περισσότερες οικογένειες και συστηματικά και η ίδια προσπαθεί να αποκρύψει τη νόσο. Αυτό γίνεται λιγότερο τώρα παρά πριν από 15- 20 χρόνια».

Συμφωνούν τόσο ο διευθυντής Γιάννης Παπαγεωργίου όσο και η ψυχολόγος Χριστίνα Σβάρνα. Όλοι τους εργάζονται πολλά χρόνια στον χώρο. Εξηγούν την εμπειρία τους αυτή με έναν ιδιαίτερο τρόπο: «Στο αριστερό πεζοδρόμιο περπατάνε οι φυσιολογικοί και στο δεξί οι ασθενείς. Εμείς ορισμένες φορές αλλάζουμε πεζοδρόμιο. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν κοιτούσαν ποτέ δεξιά και καμιά φορά η ατυχία τους κάνει να αλλάξουν πεζοδρόμιο. Ο άνθρωπος που είναι κοντά σε άτομο με ειδικές ανάγκες μετά από 4-5 χρόνια αλλάζει πεζοδρόμιο. Αν δεν έρθει το θέλω στους υπαλλήλους να αλλάξει με το πρέπει δεν αλλάζει τίποτα»… Αυτοί κάτι παραπάνω θα ξέρουν.

Του Κώστα Γκιάστα